Φτώχεια
Η «φτώχεια» προσεγγίζεται ως μία κατάσταση αποστέρησης αγαθών και υπηρεσιών και προσδιορίζεται είτε ως απόλυτη φτώχεια (αδυναμία κάλυψης βασικών αναγκών, όπως διατροφή, στέγαση, ρουχισμός, συνθήκες υγιεινής), είτε ως σχετική φτώχεια (εισοδηματική ανισότητα)[1].
Με βάση τις εκτιμήσεις της Στατιστικής Υπηρεσίας της Επιτροπής (EUROSTAT), το 2013 σε κίνδυνο φτώχειας ή / και αποκλεισμού20 στην Ελλάδα βρίσκονταν 3,9 εκ. πολίτες (35,7% του πληθυσμού). Τα ποσοστά σχετικής φτώχειας[2] εξακολουθούν να κυμαίνονται σε υψηλά επίπεδα (πάνω από το 23% του πληθυσμού), πλήττοντας κυρίως άτομα που κατοικούν στην ύπαιθρο, μονογονεϊκές οικογένειες, ΑμΕΑ, πολύτεκνες οικογένειες, ζευγάρια ηλικιωμένων, ανέργους και συνταξιούχους. Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών ανέρχεται στο 28,8% και είναι υψηλότερος κατά 5,7% από το αντίστοιχο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού[3].
Ο προβληματισμός σχετικά με τον εννοιολογικό και ποσοτικό προσδιορισμό της φτώχειας έχει αποτελέσει και εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο εκτεταμένων ερευνητικών αναζητήσεων και προβληματισμών.
Επιγραμματικά, θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως φτωχό ένα άτομο με βιοτικό επίπεδο κάτω από το ελάχιστο όριο διαβίωσης ή κάτω από το μέσο βιοτικό επίπεδο. Από τον ορισμό αυτό εξάγεται ότι η φτώχεια μπορεί να είναι φυσική ή κοινωνική, απόλυτη ή σχετική ή συνδυασμός και των δύο. Το άτομο μπορεί να εμφανίζει πολλαπλά μειονεκτήματα λόγω ανεργίας, χαμηλού εισοδήματος, φτωχών συνθηκών στέγασης, ανεπαρκούς υγειονομικής περίθαλψης και εμποδίων στη δια βίου μάθηση. Είναι συχνά αποκλεισμένος και περιθωριοποιημένος από τη συμμετοχή σε δραστηριότητες (οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές) που είναι κανόνας για άλλους ανθρώπους και η πρόσβασή τους στα θεμελιώδη δικαιώματα μπορεί να είναι περιορισμένη (Ευρωπαϊκή Επιτροπή Joint Report on Social Inclusion, 2004).
H φτώχεια έχει δύο βασικά στοιχεία, τη φτώχεια που οφείλεται σε ανεπαρκείς πόρους και την αδυναμία πρόσβασης και συμμετοχής σε αγαθά, υπηρεσίες και δραστηριότητες. Η ανεπάρκεια πόρων αποτιμάται με εισοδηματικούς πόρους και τον καθορισμό ενός ad hoc ορίου για τη διάκριση των φτωχών από τους μη φτωχούς.
Σύμφωνα με τη Eurostat το όριο αυτό τίθεται στο 60% του διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος ενός νοικοκυριού. Η αδυναμία πρόσβασης και συμμετοχής σε αγαθά, υπηρεσίες και δραστηριότητες προσεγγίζεται με την ανάπτυξη δεικτών στέρησης[4].
Η παραδοσιακή φτώχεια η οποία μεταφέρεται από γενιά σε γενιά και συνδέεται με οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες , περιπλέκεται με τις νέες αστικές μορφές φτώχειας που καθορίζονται από μια αλληλουχία αρνητικών παραγόντων όπως η απώλεια εργασίας, η απώλεια εισοδήματος ή κατοικίας, η υπερχρέωση, η κρίση της οικογένειας κλπ. , οι οποίοι αλληλοεπηρεάζονται και αλληλοενισχύονται δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο ή μια παγίδα φτώχειας[5].
Στην οικονομική κρίση υπάρχουν ομάδες πληθυσμού που είναι ιδιαίτερα ευάλωτες και υπάρχει ένας ιδιαίτερα αυξημένος κίνδυνος ανάπτυξης μιας προσωπικής διαδρομής στη φτώχεια. Μεσοπρόθεσμα, τα φτωχά νοικοκυριά τα οποία διαθέτουν λιγότερα περιουσιακά στοιχεία, περιορισμένες δυνατότητες αντίδρασης, και λιγότερη πρόσβαση σε τραπεζικές υπηρεσίες και προϊόντα ενδεχομένως να βιώσουν βαθύτερη, πιο ακραία ίσως και απόλυτη φτώχεια. Βραχυχρόνια ωστόσο πλήττονται όσοι βρίσκονται «κοντά στη φτώχεια», ενώ επηρεάζονται και νέες ομάδες που διαφορετικά δε θα είχαν επηρεαστεί.
Πρόσφατες μελέτες έχουν επισημάνει έναν αριθμό από κοινωνικές ομάδες που αντιμετωπίζουν υψηλά ποσοστά φτώχειας διαχρονικά στην Ελλάδα (Μπαλούρδος & Ναούμη 2010, Δαφέρμος & Παπαθεοδώρου 2010).
Οι γυναίκες, οι ηλικιωμένοι, οι νέοι και τα παιδιά, οι μονογονεϊκές οικογένειες και οι οικογένειες με τρία ή περισσότερα παιδιά, άνθρωποι με χαμηλά εκπαιδευτικά προσόντα, άνεργοι και εργαζόμενοι σε μη συμβατικές μορφές εργασίας ήταν οι ομάδες που αντιμετώπιζαν δυσανάλογα υψηλά επίπεδα φτώχειας τα χρόνια πριν την εκδήλωση της κρίσης. Οι ομάδες που ήταν ευάλωτες στη φτώχεια πριν από την κρίση είναι εκείνες που επλήγησαν δυσανάλογα μετά την εκδήλωσή της. Εξαιρετικά ανησυχητική είναι η κατάσταση για τους νέους ηλικίας 16-24 ετών, εκείνους με χαμηλά εκπαιδευτικά προσόντα, τους ανέργους, όσους εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης, τα μονογονεϊκά νοικοκυριά, οι ηλικιωμένοι οι οποίοι επηρεάζονται δυσανάλογα από τις δυσμενείς εξελίξεις σε ένα πλήθος κοινωνικών υπηρεσιών.
Τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι το βάθος της φτώχειας στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά τη διάρκεια της κρίσης. Το ποσοστό φτώχειας αυξήθηκε κατά περισσότερες από 25 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2010 και 2013. Το 40% όσων είναι φτωχοί άνω των 16 ετών είναι εργαζόμενοι. Τον υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας αντιμετωπίζουν άνθρωποι με άτυπες μορφές απασχόλησης, ιδιαίτερα εργαζόμενοι σε καθεστώς μερικής απασχόλησης –μισθωτοί και αυταπασχολούμενοι[6]. Επίσης οι νέοι και συγκεκριμένα η ηλικιακή ομάδα 0-17 ετών αλλά και οι ηλικίες 18-19 ετών πλήττονται δυσανάλογα (από 23,4% και 19,6% το 2009 σε 48,6% και 50,8% αντιστοίχως το 2013. Τέλος υπάρχει σημαντική επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών όσων ζουν στην Αθήνα σε σύγκριση με εκείνους που κατοικούν στα προάστια και στην ύπαιθρο.
Μεταξύ των νέων και ειδικότερα μεταξύ εκείνων που ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 16-24 ετών οι φτωχοί έχουν αυξηθεί κατά τη διάρκεια της κρίσης τόσο ώστε το 2013 ένας στους τρεις αυτής της ηλικιακής ομάδας να βρίσκεται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας. Ακολουθούν τα παιδιά κάτω των 16 ετών των οποίων η κατάσταση έχει επιδεινωθεί από το 2010, όπως εξάλλου έχει συμβεί και με την ηλικιακή ομάδα των 25-64 ετών. Άτομα με μη συμβατικές μορφές εργασίας, όπως εργαζόμενοι με καθεστώς μερικής απασχόλησης ή με συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης, αντιμετωπίζουν παραδοσιακά υψηλότερα ποσοστά φτώχειας, μια κατάσταση η οποία έχει συνεχιστεί και μετά την έναρξη της κρίσης. Εκείνοι που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση, βάσει της μείωσης της καταναλωτικής τους δαπάνης, είναι οι αυτοαπασχολούμενοι οι οποίοι καταγράφουν σωρευτική μείωσης 36,7% ακολουθούμενοι από τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα 29,3% και τους ανέργους 27.3% ενώ τη μικρότερη μείωση παρουσιάζουν οι συνταξιούχοι 24.2%
Σχετικά με τις διαφορετικές μορφές νοικοκυριών, φαίνεται ότι μια από τις πιο σοβαρά πληγείσες ομάδες είναι τα νοικοκυριά με έναν ενήλικα και εξαρτώμενα παιδιά. Το ποσοστό φτώχειας αυτής της συγκεκριμένης ομάδας έχει εκτοξευθεί μεταξύ 2009 και 2012 φτάνοντας σε ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό της τάξης του 66%.
[1] Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο για την Κοινωνική Ενταξη, Αθήνα, Δεκέμβριος 2014 Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, σελ. 8.
[2] Το όριο της φτώχειας στην Ελλάδα ορίζεται ως το 60% της διάμεσου του ισοδύναμου του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος σύμφωνα με τη δειγματοληπτική Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (European Union – Statistics on Income and Living Conditions) που διενεργείται από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. Σύμφωνα με την σχετική ανακοίνωση της ΕΛ.ΣΤΑΤ για τα πορίσματα της δειγματοληπτικής Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών έτους 2013 (Δεκέμβριος 2014), το χρηματικό όριο της φτώχειας για τα εισοδήματα του 2012 ανερχόταν στο ετήσιο ποσό των 5.023 ευρώ ανά άτομο και των 10.547 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών.
[3] Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο για την Κοινωνική Ένταξη, Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας,Αθήνα, Δεκέμβριος 2014, σελ. 11.
[4] ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΓ’ΠΕΡΙΟΔΟΣ –ΣΥΝΟΔΟΣ Γ’ ΕΙΔΙΚΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΝΕΑ ΦΤΩΧΕΙΑ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ Πολιτικές καταπολέμησης & καθιέρωση ενός ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος, ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΣ , ΜΑΡΙΑ ΠΕΤΡΑΚΗ ΑΘΗΝΑ 2012, Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΑΣΕΙΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ Δ. ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΣ, σελ. 28.
[5] ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΓ’ΠΕΡΙΟΔΟΣ –ΣΥΝΟΔΟΣ Γ’ ΕΙΔΙΚΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΝΕΑ ΦΤΩΧΕΙΑ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ Πολιτικές καταπολέμησης & καθιέρωση ενός ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος, ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΣ , ΜΑΡΙΑ ΠΕΤΡΑΚΗ ΑΘΗΝΑ 2012, Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΑΣΕΙΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ Δ. ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΣ, σελ. 25.
[6] Έκθεση για το Κοινωνικό Προφίλ της Ελλάδας σε σχέση με τη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την ανισότητα πριν και μετά από την εκδήλωση της κρίσης Δημήτρης Κατσίκας, Αλέξανδρος Καρακίτσιος, Κυριάκος Φιλίνης, Αθανάσιος Πετραλιάς Αθήνα, Δεκέμβριος 2014, σελ. 35.